- ἀναφαιρέτου
- ἀναφαίρετοςnot to be taken awaymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
непрестающии — (7*) пр. Непрерывный, непрекращающийся: прѣдъстанемы. въ то великоѥ... сѹдище и мѹчителище... || ...идеже несъгрѣѥма˫а гроза. идеже непрестающеѥ въздыханиѥ. иде(ж) непрѣстающеѥ сльзъ течениѥ. (ἀκατοπαυστον) СбТр XII/XIII, 19–19 об.; Великъ часъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μπεκαρία, Τσεζάρε — (Cesare Beccaria, Μιλάνο 1738 – 1794). Ιταλός νομικός και οικονομολόγος. Η επαφή με τα έργα του διαφωτισμού επηρέασε σημαντικά την πνευματική διαμόρφωσή του, ευνοώντας τη φιλία του με τους αδελφούς Πιέτρο και Αλεσάντρο Βέρι, στο σπίτι των οποίων … Dictionary of Greek